- ἀργυραμοιβικός
- ἀργῠρ-ᾰμοιβικός, ή, όν,A of or for a money-changer: ἡ-κή (sc. τέχνη), Poll.7.170; personified, Luc.Bis Acc.13,24. Adv.
-κῶς Id.Hist.Conscr.10
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
-κῶς Id.Hist.Conscr.10
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αργυραμοιβικός — ἀργυραμοιβικός, ή, όν (Α) [αργυραμοιβός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε αργυραμοιβό … Dictionary of Greek
ἀργυραμοιβική — ἀργυραμοιβικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργυραμοιβικήν — ἀργυραμοιβικός of fem acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀργυραμοιβικῶς — ἀργυραμοιβικός of adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)